μακρόβιος

μακρόβιος
μακρόβιος
long-lived
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο …   Dictionary of Greek

  • μακρόβιος — α, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο πολύχρονος: Είχε μια μακρόβια γιαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακροβιώτερον — μακρόβιος long lived masc acc comp sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc comp sg μακρόβιος long lived adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτέρων — μακρόβιος long lived fem gen comp pl μακρόβιος long lived masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιώτατα — μακρόβιος long lived adverbial superl μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιώτατον — μακρόβιος long lived masc acc superl sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόβιον — μακρόβιος long lived masc/fem acc sg μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτάτη — μακρόβιος long lived fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτάτοις — μακρόβιος long lived masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτάτου — μακρόβιος long lived masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”